ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
παλαιοπτερύγιοι — Υπέρταξη οστεοϊχθύων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι δερμικές ακτίνες του ραχιαίου και του εδρικού πτερυγίου τους υποστηρίζονται από άφθονα εσωτερικά σωματικά στοιχεία. Χωρίζονται σε 3 τάξεις τους πολυπτερύγιους, τους χονδρόστεους και… … Dictionary of Greek
Ανάβας — Περκόμορφο ψάρι του γλυκού νερού, της υπερτάξης των τελεοστέων (οικογένεια αναβαντίδες). To κυριότερο και πιο παράδοξο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως μπορεί να εγκαταλείπει προσωρινά το υγρό στοιχείο και να μετακινείται πάνω στο έδαφος,… … Dictionary of Greek
ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση … Dictionary of Greek
ελευθερόζωα — τα υποσυνομοταξία ή υπερτάξη τών εχινοδέρμων … Dictionary of Greek
θυσανόπτερα — (thysanopterα). Έντομα με μέγεθος που δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό. Τα έντομα αυτά έχουν μυζητικό στόμα, πολύ στενά φτερά και ατελείς μεταμορφώσεις. Ζουν στα φύλλα των φυτών τα οποία απομυζούν. Πολλά από αυτά είναι παράσιτα φυτών, και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
λεπτολεπιδόμορφοι — οι (παλαιοντ.) απολιθωμένη υπερτάξη ακτινοπτερύγιων ιχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptolepidomorph < νεολατ. leptolepidomorph < lepto (λεπτ[ο] *) + lepido (< λεπίς, ίδος) + morph (< μορφή)] … Dictionary of Greek
μεταμονάδες — οι ζωολ. υπερτάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων, που συχνά ζουν ως συμβιωτικά ή ως παράσιτα στον πεπτικό σωλήνα ή σε άλλες φυσικές κοιλότητες τών πιο ποικίλων ξενιστών … Dictionary of Greek
μηκοπτεροειδή — τα εντομολ. υπερτάξη πτερυγωτών ολομετάβολων εντόμων στην οποία ανήκουν τα μηκόπτερα, τα τριχόπτερα, τα λεπιδόπτερα και τα δίπτερα … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek